κυπέλλων

κυπέλλων
κύπελλον
big-bellied drinking-vessel
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • GANYMEDES — Trois fil. puer formosissimus, quem cum Iuppiter deperiret, in Idae monte venantem ab aquila rapi iussit, et in caelum afferri, eumque poculis praefici, repudiato ministerio Hebes, filiae Iunonis, quae ante illius raptum miscendo nectari praeerat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • οβελεία — ὀβελεία, ἡ (Α) [οβελός] οικιακό σκεύος, άγνωστης σήμερα χρήσης, που αναφέρεται σε κατάλογο κυπέλλων …   Dictionary of Greek

  • αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… …   Dictionary of Greek

  • Ευξίθεος — (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειοπλάστης. Η υπογραφή του φαίνεται καθαρά σε τέσσερα αγγεία, από τα οποία τα δύο είναι κύπελλα, το ένα αμφορέας και το άλλο κρατήρας. Στα κύπελλα υπάρχει και η υπογραφή του ζωγράφου Όλτου. Επειδή όμως η… …   Dictionary of Greek

  • Τ’ανγκ — Κινεζική αυτοκρατορική δυναστεία η οποία βασίλεψε από το 618 έως το 907. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της δυναστείας αυτής εξουδετερώθηκε η θιβετανή πίεση και η Κορέα προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία. Κυρίως από πολιτιστική άποψη η δυναστεία Τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”